ξεσκατώνω
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ξεσκατίζω (xeskatízo)
Etymology
[edit]Byzantine Greek ξεσκατώνω (xeskatṓnō), equivalent to ξε- (xe-, “un-, de-”) + σκατό (skató, “shit”) + -ώνω (-óno, suffix for verbs)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξεσκατώνω • (xeskatóno) (past ξεσκάτωσα, passive ξεσκατώνομαι)
- (transitive, colloquial, vulgar) to wipe, clean (the faeces from the bottom of a baby, patient, etc)
- Ως νοσοκόμα, κάθε μέρα πρέπει να ξεσκατώνω τους αρρώστους.
- Os nosokóma, káthe méra prépei na xeskatóno tous arróstous.
- As a nurse, every day I have to wipe the patients' asses.
- (transitive, colloquial, by extension) to clean up, fix (someone else's problem or metaphorical mess)
- Τα έκανες όλα σκατά και αφίσες εμένα να ξεσκατώσω μετά.
- Ta ékanes óla skatá kai afíses eména na xeskatóso metá.
- You fucked it all up and left me to clean up after you.
Conjugation
[edit]ξεσκατώνω ξεσκατώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεσκατώνω | ξεσκατώσω | ξεσκατώνομαι | ξεσκατωθώ |
2 sg | ξεσκατώνεις | ξεσκατώσεις | ξεσκατώνεσαι | ξεσκατωθείς |
3 sg | ξεσκατώνει | ξεσκατώσει | ξεσκατώνεται | ξεσκατωθεί |
1 pl | ξεσκατώνουμε, [‑ομε] | ξεσκατώσουμε, [‑ομε] | ξεσκατωνόμαστε | ξεσκατωθούμε |
2 pl | ξεσκατώνετε | ξεσκατώσετε | ξεσκατώνεστε, ξεσκατωνόσαστε | ξεσκατωθείτε |
3 pl | ξεσκατώνουν(ε) | ξεσκατώσουν(ε) | ξεσκατώνονται | ξεσκατωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεσκάτωνα | ξεσκάτωσα | ξεσκατωνόμουν(α) | ξεσκατώθηκα |
2 sg | ξεσκάτωνες | ξεσκάτωσες | ξεσκατωνόσουν(α) | ξεσκατώθηκες |
3 sg | ξεσκάτωνε | ξεσκάτωσε | ξεσκατωνόταν(ε) | ξεσκατώθηκε |
1 pl | ξεσκατώναμε | ξεσκατώσαμε | ξεσκατωνόμασταν, (‑όμαστε) | ξεσκατωθήκαμε |
2 pl | ξεσκατώνατε | ξεσκατώσατε | ξεσκατωνόσασταν, (‑όσαστε) | ξεσκατωθήκατε |
3 pl | ξεσκάτωναν, ξεσκατώναν(ε) | ξεσκάτωσαν, ξεσκατώσαν(ε) | ξεσκατώνονταν, (ξεσκατωνόντουσαν) | ξεσκατώθηκαν, ξεσκατωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεσκατώνω ➤ | θα ξεσκατώσω ➤ | θα ξεσκατώνομαι ➤ | θα ξεσκατωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεσκατώνεις, … | θα ξεσκατώσεις, … | θα ξεσκατώνεσαι, … | θα ξεσκατωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεσκατώσει έχω, έχεις, … ξεσκατωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεσκατωθεί είμαι, είσαι, … ξεσκατωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεσκατώσει είχα, είχες, … ξεσκατωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεσκατωθεί ήμουν, ήσουν, … ξεσκατωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατώσει θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεσκατωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεσκάτωνε | ξεσκάτωσε | — | ξεσκατώσου |
2 pl | ξεσκατώνετε | ξεσκατώστε | ξεσκατώνεστε | ξεσκατωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεσκατώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεσκατώσει ➤ | ξεσκατωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεσκατώσει | ξεσκατωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]Derived terms
[edit]- ξεσκάτωμα n (xeskátoma, “cleaning, wiping of a bottom”)
Categories:
- Greek terms inherited from Byzantine Greek
- Greek terms derived from Byzantine Greek
- Greek terms prefixed with ξε-
- Greek terms suffixed with -ώνω
- Greek terms with IPA pronunciation
- Greek lemmas
- Greek verbs
- Greek transitive verbs
- Greek colloquialisms
- Greek vulgarities
- Greek terms with usage examples
- Greek verbs conjugating like 'δηλώνω'