ξεσκατίζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ξεσκατώνω (xeskatóno)
Etymology
[edit]Byzantine Greek ξεσκατίζω (xeskatízō), equivalent to ξε- (xe-, “un-, de-”) + σκατό (skató, “shit”) with verb ending.
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ξεσκατίζω • (xeskatízo) (past ξεσκάτισα, passive ξεσκατίζομαι)
- (transitive, colloquial, vulgar) to wipe, clean (the faeces from the bottom of a baby, an ill person or an infirm person)
- Τι δουλειά κι αυτή, να ξεσκατίζει τους γέρους.
- Ti douleiá ki aftí, na xeskatízei tous gérous.
- What a job that is, wiping old people's asses.
- (transitive, colloquial, by extension) to clean, clean up (a dirty area or place)
- Κοίτα μια βρωμιά που μ’ άφησαν να ξεσκατίσω!
- Koíta mia vromiá pou m’ áfisan na xeskatíso!
- Look at the fucking mess they left for me to clean up!
Conjugation
[edit]ξεσκατίζω ξεσκατίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ξεσκατίζω | ξεσκατίσω | ξεσκατίζομαι | ξεσκατιστώ |
2 sg | ξεσκατίζεις | ξεσκατίσεις | ξεσκατίζεσαι | ξεσκατιστείς |
3 sg | ξεσκατίζει | ξεσκατίσει | ξεσκατίζεται | ξεσκατιστεί |
1 pl | ξεσκατίζουμε, [‑ομε] | ξεσκατίσουμε, [‑ομε] | ξεσκατιζόμαστε | ξεσκατιστούμε |
2 pl | ξεσκατίζετε | ξεσκατίσετε | ξεσκατίζεστε, ξεσκατιζόσαστε | ξεσκατιστείτε |
3 pl | ξεσκατίζουν(ε) | ξεσκατίσουν(ε) | ξεσκατίζονται | ξεσκατιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ξεσκάτιζα | ξεσκάτισα | ξεσκατιζόμουν(α) | ξεσκατίστηκα |
2 sg | ξεσκάτιζες | ξεσκάτισες | ξεσκατιζόσουν(α) | ξεσκατίστηκες |
3 sg | ξεσκάτιζε | ξεσκάτισε | ξεσκατιζόταν(ε) | ξεσκατίστηκε |
1 pl | ξεσκατίζαμε | ξεσκατίσαμε | ξεσκατιζόμασταν, (‑όμαστε) | ξεσκατιστήκαμε |
2 pl | ξεσκατίζατε | ξεσκατίσατε | ξεσκατιζόσασταν, (‑όσαστε) | ξεσκατιστήκατε |
3 pl | ξεσκάτιζαν, ξεσκατίζαν(ε) | ξεσκάτισαν, ξεσκατίσαν(ε) | ξεσκατίζονταν, (ξεσκατιζόντουσαν) | ξεσκατίστηκαν, ξεσκατιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ξεσκατίζω ➤ | θα ξεσκατίσω ➤ | θα ξεσκατίζομαι ➤ | θα ξεσκατιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ξεσκατίζεις, … | θα ξεσκατίσεις, … | θα ξεσκατίζεσαι, … | θα ξεσκατιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ξεσκατίσει έχω, έχεις, … ξεσκατισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ξεσκατιστεί είμαι, είσαι, … ξεσκατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ξεσκατίσει είχα, είχες, … ξεσκατισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ξεσκατιστεί ήμουν, ήσουν, … ξεσκατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ξεσκατιστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεσκατισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ξεσκάτιζε | ξεσκάτισε | — | ξεσκατίσου |
2 pl | ξεσκατίζετε | ξεσκατίστε | ξεσκατίζεστε | ξεσκατιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ξεσκατίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ξεσκατίσει ➤ | ξεσκατισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ξεσκατίσει | ξεσκατιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
[edit]Derived terms
[edit]- ξεσκάτισμα n (xeskátisma, “cleaning, wiping of a bottom”)