ξεσκάτισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- ξεσκάτωμα (xeskátoma)
Etymology
[edit]ξεσκατώνω (xeskatóno, “to wipe the bottom”) + -ισμα (-isma).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ξεσκάτισμα • (xeskátisma) n (plural ξεσκατίσματα)
- (colloquial, vulgar) wiping, cleaning (of the faeces from the bottom of a baby, an ill person or an infirm person)
- Το ξεσκάτισμα και το πλύσιμο για τους καρκινοπαθείς γίνεται κάθε μέρα στις έξι το απόγευμα.
- To xeskátisma kai to plýsimo gia tous karkinopatheís gínetai káthe méra stis éxi to apógevma.
- The cleaning of bottoms and bathing of the cancer patients happens every day at six in the evening.
- (colloquial, by extension) cleaning, cleaning up (a dirty area or place)
- Το ξεσκάτισμα του μπάνιου δεν ήταν εύκολο.
- To xeskátisma tou bániou den ítan éfkolo.
- The cleaning up of the bathroom wasn't easy at all.
Declension
[edit]Declension of ξεσκάτισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ξεσκάτισμα • | ξεσκατίσματα • |
genitive | ξεσκατίσματος • | ξεσκατισμάτων • |
accusative | ξεσκάτισμα • | ξεσκατίσματα • |
vocative | ξεσκάτισμα • | ξεσκατίσματα • |