From Wiktionary, the free dictionary
Inherited from Byzantine Greek ξεκαθαρίζω ( xekatharízō ) < ἐξεκαθαρίζω ( exekatharízō ) , from Koine Greek ἐκκαθαρίζω ( ekkatharízō ) (ἐκ- ( ek- ) > ξε- ( xe- ) + καθαρίζω ( katharízo ) ).[ 1]
IPA (key ) : /kse.ka.θaˈɾi.zo/
Hyphenation: ξε‧κα‧θα‧ρί‧ζω
ξεκαθαρίζω • (xekatharízo ) (past ξεκαθάρισα , passive ξεκαθαρίζομαι , p‑past ξεκαθαρίστηκα , ppp ξεκαθαρισμένος )
( transitive ) to make (something ) clear , to clear misunderstandings and questions , to clarify
( intransitive ) to become clear
to clear out and clean up (i.e. to keep a specific set of useful things and discard the rest )
ξεκαθαρίζω ξεκαθαρίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ξεκαθαρίζω
ξεκαθαρίσω
ξεκαθαρίζομαι
ξεκαθαριστώ
2 sg
ξεκαθαρίζεις
ξεκαθαρίσεις
ξεκαθαρίζεσαι
ξεκαθαριστείς
3 sg
ξεκαθαρίζει
ξεκαθαρίσει
ξεκαθαρίζεται
ξεκαθαριστεί
1 pl
ξεκαθαρίζουμε , [‑ομε ]
ξεκαθαρίσουμε , [‑ομε ]
ξεκαθαριζόμαστε
ξεκαθαριστούμε
2 pl
ξεκαθαρίζετε
ξεκαθαρίσετε
ξεκαθαρίζεστε , ξεκαθαριζόσαστε
ξεκαθαριστείτε
3 pl
ξεκαθαρίζουν (ε )
ξεκαθαρίσουν (ε )
ξεκαθαρίζονται
ξεκαθαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ξεκαθάριζα
ξεκαθάρισα
ξεκαθαριζόμουν (α )
ξεκαθαρίστηκα
2 sg
ξεκαθάριζες
ξεκαθάρισες
ξεκαθαριζόσουν (α )
ξεκαθαρίστηκες
3 sg
ξεκαθάριζε
ξεκαθάρισε
ξεκαθαριζόταν (ε )
ξεκαθαρίστηκε
1 pl
ξεκαθαρίζαμε
ξεκαθαρίσαμε
ξεκαθαριζόμασταν , (‑όμαστε )
ξεκαθαριστήκαμε
2 pl
ξεκαθαρίζατε
ξεκαθαρίσατε
ξεκαθαριζόσασταν , (‑όσαστε )
ξεκαθαριστήκατε
3 pl
ξεκαθάριζαν , ξεκαθαρίζαν (ε )
ξεκαθάρισαν , ξεκαθαρίσαν (ε )
ξεκαθαρίζονταν , (ξεκαθαριζόντουσαν )
ξεκαθαρίστηκαν , ξεκαθαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ξεκαθαρίζω ➤
θα ξεκαθαρίσω ➤
θα ξεκαθαρίζομαι ➤
θα ξεκαθαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ξεκαθαρίζεις , …
θα ξεκαθαρίσεις , …
θα ξεκαθαρίζεσαι , …
θα ξεκαθαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ξεκαθαρίσει έχω, έχεις, … ξεκαθαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ξεκαθαριστεί είμαι , είσαι , … ξεκαθαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ξεκαθαρίσει είχα, είχες, … ξεκαθαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ξεκαθαριστεί ήμουν , ήσουν , … ξεκαθαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ξεκαθαρίσει θα έχω, θα έχεις, … ξεκαθαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ξεκαθαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ξεκαθαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ξεκαθάριζε
ξεκαθάρισε
—
ξεκαθαρίσου
2 pl
ξεκαθαρίζετε
ξεκαθαρίστε
ξεκαθαρίζεστε
ξεκαθαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ξεκαθαρίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ξεκαθαρίσει ➤
ξεκαθαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ξεκαθαρίσει
ξεκαθαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: ξε- ( xe- ) and καθαρός ( katharós , “ clean ” )