Jump to content

ξεκίνημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ξεκινώ (xekinó, to start) +‎ -μα (-ma)

Noun

[edit]

ξεκίνημα (xekíniman (plural ξεκινήματα)

  1. start, outset

Declension

[edit]
Declension of ξεκίνημα
singular plural
nominative ξεκίνημα (xekínima) ξεκινήματα (xekinímata)
genitive ξεκινήματος (xekinímatos) ξεκινημάτων (xekinimáton)
accusative ξεκίνημα (xekínima) ξεκινήματα (xekinímata)
vocative ξεκίνημα (xekínima) ξεκινήματα (xekinímata)