Jump to content

ξανθομάλλης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

ξανθός (xanthós, blonde, fair, flaxen) +‎ μαλλιά (malliá, hair) +‎ -ης (-is, adjectival ending)

Adjective

[edit]

ξανθομάλλης (xanthomállism (feminine ξανθομάλλα or ξανθομαλλού or ξανθομαλλούσα, neuter ξανθομάλλικο)

  1. flaxen-haired, fair-haired

Declension

[edit]
Declension of ξανθομάλλης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ξανθομάλλης (xanthomállis) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)
genitive ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλας (xanthomállas)
ξανθομαλλούς (xanthomalloús)
ξανθομαλλούσας (xanthomalloúsas)
ξανθομάλλικου (xanthomállikou) ξανθομάλληδων (xanthomállidon) ξανθομαλλούδων (xanthomalloúdon) ξανθομάλλικων (xanthomállikon)
accusative ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)
vocative ξανθομάλλη (xanthomálli) ξανθομάλλα (xanthomálla)
ξανθομαλλού (xanthomalloú)
ξανθομαλλούσα (xanthomalloúsa)
ξανθομάλλικο (xanthomálliko) ξανθομάλληδες (xanthomállides) ξανθομάλλες (xanthomálles)
ξανθομαλλούδες (xanthomalloúdes)
ξανθομαλλούσες (xanthomalloúses)
ξανθομάλλικα (xanthomállika)

Further reading

[edit]