ντροπιαστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]ντροπιαστικός • (ntropiastikós) m (feminine ντροπιαστική, neuter ντροπιαστικό)
- shameful, embarrassing, mortifying (causing intense shame)
- Όλοι στο σχολείο είδαν την ντροπιαστική γυμνή μου φωτογραφία.
- Óloi sto scholeío eídan tin ntropiastikí gymní mou fotografía.
- Everyone in school saw my embarrassing naked photo.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ντροπιαστικός (ntropiastikós) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικοί (ntropiastikoí) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) | |
genitive | ντροπιαστικού (ntropiastikoú) | ντροπιαστικής (ntropiastikís) | ντροπιαστικού (ntropiastikoú) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | ντροπιαστικών (ntropiastikón) | |
accusative | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικούς (ntropiastikoús) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) | |
vocative | ντροπιαστικέ (ntropiastiké) | ντροπιαστική (ntropiastikí) | ντροπιαστικό (ntropiastikó) | ντροπιαστικοί (ntropiastikoí) | ντροπιαστικές (ntropiastikés) | ντροπιαστικά (ntropiastiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ντροπιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ντροπιαστικός, etc.)
Related terms
[edit]- ντροπιάζω (ntropiázo, “to shame, to embarrass”)
- ντροπιασμένος (ntropiasménos, “ashamed, embarrassed”)