ντροπιαστικοί
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /dɾopçastiˈci/
- Hyphenation: ντρο‧πια‧στι‧κοί
- Homophone: ντροπιαστική (ntropiastikí)
Adjective
[edit]ντροπιαστικοί • (ntropiastikoí)
- nominative masculine plural of ντροπιαστικός (ntropiastikós)
- vocative masculine plural of ντροπιαστικός (ntropiastikós)