ντουμπλαρίστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]ντουμπλαρίστηκα • (ntoumplarístika)
- first-person singular simple past of ντουμπλάρομαι (ntoumpláromai), the passive of ντουμπλάρω (ntoumpláro)
ντουμπλαρίστηκα • (ntoumplarístika)