From Wiktionary, the free dictionary
Borrowed from French doubler .
IPA (key ) : /duˈbla.ɾo/
Hyphenation: ντου‧μπλά‧ρω
ντουμπλάρω • (ntoumpláro ) (past ντούμπλαρα /ντουμπλάρισα , passive ντουμπλάρομαι )
to stand in
to dub
ντουμπλάρω ντουμπλάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
ντουμπλάρω
ντουμπλάρω
ντουμπλάρομαι
ντουμπλαριστώ
2 sg
ντουμπλάρεις
ντουμπλάρεις
ντουμπλάρεσαι
ντουμπλαριστείς
3 sg
ντουμπλάρει
ντουμπλάρει
ντουμπλάρεται
ντουμπλαριστεί
1 pl
ντουμπλάρουμε , [‑ομε ]
ντουμπλάρουμε , [‑ομε ]
ντουμπλαριζόμαστε
ντουμπλαριστούμε
2 pl
ντουμπλάρετε
ντουμπλάρετε
ντουμπλάρεστε , ντουμπλαριζόσαστε
ντουμπλαριστείτε
3 pl
ντουμπλάρουν (ε )
ντουμπλάρουν (ε )
ντουμπλάρονται
ντουμπλαριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
ντούμπλαρα , ντουμπλάριζα
ντούμπλαρα , ντουμπλάρισα
ντουμπλαριζόμουν (α )
ντουμπλαρίστηκα
2 sg
ντούμπλαρες , ντουμπλάριζες
ντούμπλαρες , ντουμπλάρισες
ντουμπλαριζόσουν (α )
ντουμπλαρίστηκες
3 sg
ντούμπλαρε , ντουμπλάριζε
ντούμπλαρε , ντουμπλάρισε
ντουμπλαριζόταν (ε )
ντουμπλαρίστηκε
1 pl
ντουμπλάραμε
ντουμπλάραμε
ντουμπλαριζόμασταν , (‑όμαστε )
ντουμπλαριστήκαμε
2 pl
ντουμπλάρατε
ντουμπλάρατε
ντουμπλαριζόσασταν , (‑όσαστε )
ντουμπλαριστήκατε
3 pl
ντούμπλαραν , ντουμπλάραν (ε ), ντουμπλάριζαν
ντούμπλαραν , ντουμπλάραν (ε ), ντουμπλάρισαν
ντουμπλάρονταν , (ντουμπλαριζόντουσαν )
ντουμπλαρίστηκαν , ντουμπλαριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα ντουμπλάρω ➤
θα ντουμπλάρω ➤
θα ντουμπλάρομαι ➤
θα ντουμπλαριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα ντουμπλάρεις , …
θα ντουμπλάρεις , …
θα ντουμπλάρεσαι , …
θα ντουμπλαριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … ντουμπλάρει έχω, έχεις, … ντουμπλαρισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … ντουμπλαριστεί είμαι , είσαι , … ντουμπλαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … ντουμπλάρει είχα, είχες, … ντουμπλαρισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … ντουμπλαριστεί ήμουν , ήσουν , … ντουμπλαρισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … ντουμπλάρει θα έχω, θα έχεις, … ντουμπλαρισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … ντουμπλαριστεί θα είμαι, θα είσαι, … ντουμπλαρισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
ντούμπλαρε , ντουμπλάριζε
ντούμπλαρε , ντουμπλάρισε
—
ντουμπλαρίσου
2 pl
ντουμπλάρετε
ντουμπλάρετε
ντουμπλάρεστε
ντουμπλαριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
ντουμπλάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας ντουμπλάρει ➤
ντουμπλαρισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
ντουμπλάρει
ντουμπλαριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.