Jump to content

νοτιοαμερικανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

νότιος (nótios, south) +‎ αμερικανικός (amerikanikós, American)

Adjective

[edit]

νοτιοαμερικανικός (notioamerikanikósm (feminine νοτιοαμερικανική, neuter νοτιοαμερικανικό)

  1. South American

Declension

[edit]
Declension of νοτιοαμερικανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative νοτιοαμερικανικός (notioamerikanikós) νοτιοαμερικανική (notioamerikanikí) νοτιοαμερικανικό (notioamerikanikó) νοτιοαμερικανικοί (notioamerikanikoí) νοτιοαμερικανικές (notioamerikanikés) νοτιοαμερικανικά (notioamerikaniká)
genitive νοτιοαμερικανικού (notioamerikanikoú) νοτιοαμερικανικής (notioamerikanikís) νοτιοαμερικανικού (notioamerikanikoú) νοτιοαμερικανικών (notioamerikanikón) νοτιοαμερικανικών (notioamerikanikón) νοτιοαμερικανικών (notioamerikanikón)
accusative νοτιοαμερικανικό (notioamerikanikó) νοτιοαμερικανική (notioamerikanikí) νοτιοαμερικανικό (notioamerikanikó) νοτιοαμερικανικούς (notioamerikanikoús) νοτιοαμερικανικές (notioamerikanikés) νοτιοαμερικανικά (notioamerikaniká)
vocative νοτιοαμερικανικέ (notioamerikaniké) νοτιοαμερικανική (notioamerikanikí) νοτιοαμερικανικό (notioamerikanikó) νοτιοαμερικανικοί (notioamerikanikoí) νοτιοαμερικανικές (notioamerikanikés) νοτιοαμερικανικά (notioamerikaniká)
[edit]