νομισματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]νομισματικός • (nomismatikós) m (feminine νομισματική, neuter νομισματικό)
- monetary, of or related to currency
- numismatic
Declension
[edit]Declension of νομισματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νομισματικός • | νομισματική • | νομισματικό • | νομισματικοί • | νομισματικές • | νομισματικά • |
genitive | νομισματικού • | νομισματικής • | νομισματικού • | νομισματικών • | νομισματικών • | νομισματικών • |
accusative | νομισματικό • | νομισματική • | νομισματικό • | νομισματικούς • | νομισματικές • | νομισματικά • |
vocative | νομισματικέ • | νομισματική • | νομισματικό • | νομισματικοί • | νομισματικές • | νομισματικά • |
Derived terms
[edit]- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
Related terms
[edit]- νόμισμα n (nómisma, “coin, currency”)
- νομισματική f (nomismatikí, “numismatics”)