Jump to content

νιτροβενζόλιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

νιτροβενζόλιο (nitrovenzólion (usually uncountable, plural νιτροβενζόλια)

  1. (organic chemistry) nitrobenzene

Declension

[edit]
Declension of νιτροβενζόλιο
singular plural
nominative νιτροβενζόλιο (nitrovenzólio) νιτροβενζόλια (nitrovenzólia)
genitive νιτρπβενζολίου (nitrpvenzolíou)
νιτροβενζόλιου (nitrovenzóliou)
νιτρπβενζολίων (nitrpvenzolíon)
accusative νιτροβενζόλιο (nitrovenzólio) νιτροβενζόλια (nitrovenzólia)
vocative νιτροβενζόλιο (nitrovenzólio) νιτροβενζόλια (nitrovenzólia)

Further reading

[edit]