Jump to content

μυθιστοριογράφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μυθιστοριογράφος (mythistoriográfosm or f (plural μυθιστοριογράφοι)

  1. novelist, writer, fictionist

Declension

[edit]
Declension of μυθιστοριογράφος
singular plural
nominative μυθιστοριογράφος (mythistoriográfos) μυθιστοριογράφοι (mythistoriográfoi)
genitive μυθιστοριογράφου (mythistoriográfou) μυθιστοριογράφων (mythistoriográfon)
accusative μυθιστοριογράφο (mythistoriográfo) μυθιστοριογράφους (mythistoriográfous)
vocative μυθιστοριογράφε (mythistoriográfe) μυθιστοριογράφοι (mythistoriográfoi)
[edit]

Further reading

[edit]