μποϊκοταρίστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]μποϊκοταρίστηκα • (boïkotarístika)
- first-person singular simple past of μποϊκοτάρομαι (boïkotáromai), the passive of μποϊκοτάρω (boïkotáro)
μποϊκοταρίστηκα • (boïkotarístika)