From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /bo.i.koˈta.ɾo/
Hyphenation: μπο‧ϊ‧κο‧τά‧ρω
μποϊκοτάρω • (boïkotáro ) (past μποϊκοτάρισα , passive μποϊκοτάρομαι )
to boycott
μποϊκοτάρω μποϊκοτάρομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μποϊκοτάρω
μποϊκοτάρω
μποϊκοτάρομαι
μποϊκοταριστώ
2 sg
μποϊκοτάρεις
μποϊκοτάρεις
μποϊκοτάρεσαι
μποϊκοταριστείς
3 sg
μποϊκοτάρει
μποϊκοτάρει
μποϊκοτάρεται
μποϊκοταριστεί
1 pl
μποϊκοτάρουμε , [‑ομε ]
μποϊκοτάρουμε , [‑ομε ]
μποϊκοταριζόμαστε
μποϊκοταριστούμε
2 pl
μποϊκοτάρετε
μποϊκοτάρετε
μποϊκοτάρεστε , μποϊκοταριζόσαστε
μποϊκοταριστείτε
3 pl
μποϊκοτάρουν (ε )
μποϊκοτάρουν (ε )
μποϊκοτάρονται
μποϊκοταριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μποϊκοτάριζα
μποϊκοτάρισα
μποϊκοταριζόμουν (α )
μποϊκοταρίστηκα
2 sg
μποϊκοτάριζες
μποϊκοτάρισες
μποϊκοταριζόσουν (α )
μποϊκοταρίστηκες
3 sg
μποϊκοτάριζε
μποϊκοτάρισε
μποϊκοταριζόταν (ε )
μποϊκοταρίστηκε
1 pl
μποϊκοτάραμε
μποϊκοτάραμε
μποϊκοταριζόμασταν , (‑όμαστε )
μποϊκοταριστήκαμε
2 pl
μποϊκοτάρατε
μποϊκοτάρατε
μποϊκοταριζόσασταν , (‑όσαστε )
μποϊκοταριστήκατε
3 pl
μποϊκοτάριζαν , μποϊκοτάραν (ε )
μποϊκοτάρισαν , μποϊκοτάραν (ε )
μποϊκοτάρονταν , (μποϊκοταριζόντουσαν )
μποϊκοταρίστηκαν , μποϊκοταριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μποϊκοτάρω ➤
θα μποϊκοτάρω ➤
θα μποϊκοτάρομαι ➤
θα μποϊκοταριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μποϊκοτάρεις , …
θα μποϊκοτάρεις , …
θα μποϊκοτάρεσαι , …
θα μποϊκοταριστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μποϊκοτάρει
έχω, έχεις, … μποϊκοταριστεί
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μποϊκοτάρει
είχα, είχες, … μποϊκοταριστεί
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … μποϊκοτάρει
θα έχω, θα έχεις, … μποϊκοταριστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
μποϊκοτάριζε
μποϊκοτάρισε
—
(μποϊκοταρίσου )
2 pl
μποϊκοτάρετε
μποϊκοτάρετε
μποϊκοτάρεστε
μποϊκοταριστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μποϊκοτάροντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας μποϊκοτάρει ➤
—
Nonfinite form➤
μποϊκοτάρει
μποϊκοταριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.