Jump to content

μπουμπουνητό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μπουμπουν(ίζω) (boumpoun(ízo)) +‎ -ητό (-itó).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /bu.bu.niˈto/
  • Hyphenation: μπου‧μπου‧νη‧τό

Noun

[edit]

μπουμπουνητό (boumpounitón (plural μπουμπουνητά)

  1. rumble, rumbling (of thunder), thunder
    Synonym: βροντή f (vrontí)

Declension

[edit]
Declension of μπουμπουνητό
singular plural
nominative μπουμπουνητό (boumpounitó) μπουμπουνητά (boumpounitá)
genitive μπουμπουνητού (boumpounitoú) μπουμπουνητών (boumpounitón)
accusative μπουμπουνητό (boumpounitó) μπουμπουνητά (boumpounitá)
vocative μπουμπουνητό (boumpounitó) μπουμπουνητά (boumpounitá)

References

[edit]
  1. ^ μπουμπουνητό, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language