μποτσουανός
Jump to navigation
Jump to search
See also: Μποτσουανός
Greek
[edit]Adjective
[edit]μποτσουανός • (botsouanós) m (feminine μποτσουανή, neuter μποτσουανό)
- Botswanan (relating to Botswana or its people)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μποτσουανός (botsouanós) | μποτσουανή (botsouaní) | μποτσουανό (botsouanó) | μποτσουανοί (botsouanoí) | μποτσουανές (botsouanés) | μποτσουανά (botsouaná) | |
genitive | μποτσουανού (botsouanoú) | μποτσουανής (botsouanís) | μποτσουανού (botsouanoú) | μποτσουανών (botsouanón) | μποτσουανών (botsouanón) | μποτσουανών (botsouanón) | |
accusative | μποτσουανό (botsouanó) | μποτσουανή (botsouaní) | μποτσουανό (botsouanó) | μποτσουανούς (botsouanoús) | μποτσουανές (botsouanés) | μποτσουανά (botsouaná) | |
vocative | μποτσουανέ (botsouané) | μποτσουανή (botsouaní) | μποτσουανό (botsouanó) | μποτσουανοί (botsouanoí) | μποτσουανές (botsouanés) | μποτσουανά (botsouaná) |
Related terms
[edit]- see: Μποτσουάνα f (Botsouána, “Botswana”)