Μποτσουανός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

Μποτσουανός (Botsouanósm (plural Μποτσουανοί, feminine Μποτσουανή)

  1. Botswanan (a person, usually male, from Botswana or of Botswanan ethnicity).

Declension

[edit]
singular plural
nominative Μποτσουανός (Botsouanós) Μποτσουανοί (Botsouanoí)
genitive Μποτσουανού (Botsouanoú) Μποτσουανών (Botsouanón)
accusative Μποτσουανό (Botsouanó) Μποτσουανούς (Botsouanoús)
vocative Μποτσουανέ (Botsouané) Μποτσουανοί (Botsouanoí)
[edit]