Jump to content

μπιζελιά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μπιζελιά (bizeliáf (plural μπιζελιές)

  1. pea plant

Declension

[edit]
singular plural
nominative μπιζελιά (bizeliá) μπιζελιές (bizeliés)
genitive μπιζελιάς (bizeliás) μπιζελιών (bizelión)
accusative μπιζελιά (bizeliá) μπιζελιές (bizeliés)
vocative μπιζελιά (bizeliá) μπιζελιές (bizeliés)
[edit]