μπάντα
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- πάντα (pánta)
Etymology
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μπάντα • (bánta) f (plural μπάντες)
- side (all location senses)
- Το πλοίο έγειρε από τη δεξιά μπάντα.
- To ploío égeire apó ti dexiá bánta.
- The ship leaned on its right side.
- Το χωριό δέχτηκε επιθέσεις από όλες τις μπάντες.
- To chorió déchtike epithéseis apó óles tis bántes.
- The village was subjected to attacks from all sides.
- (physics) band (part of the radio spectrum)
- Τα αεροπλάνα συνομιλούν στη μπάντα αεροναυτιλίας 118–136.
- Ta aeroplána synomiloún sti bánta aeronaftilías 118–136.
- The planes converse on the air navigation band of 118–136.
- (music) marching band (group of instrumental musicians in woodwind and brass families who generally perform outdoors)
- Η μπάντα θα παίξει στην εγκαίνια του δημάρχου.
- I bánta tha paíxei stin egkaínia tou dimárchou.
- The band will play at the inauguration of the mayor.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπάντα (bánta) | μπάντες (bántes) |
genitive | μπάντας (bántas) | - |
accusative | μπάντα (bánta) | μπάντες (bántes) |
vocative | μπάντα (bánta) | μπάντες (bántes) |
Synonyms
[edit]- (side): πλάι n (plái), πλευρά f (plevrá), πλευρό n (plevró), μεριά f (meriá), μέρος n (méros), άκρη f (ákri)
- (marching band): ορχήστρα πνευστών f (orchístra pnefstón)
Derived terms
[edit]- στη μπάντα (sti bánta, “out of the way, move aside”)
- βάζω στη μπάντα (vázo sti bánta, “to put aside, to cast aside, to save”)
- κάθομαι στη μπάντα (káthomai sti bánta, “to sit on the sidelines, to not do anything”)
- μπαίνω με τις μπάντες (baíno me tis bántes, “to start with a bang, to come in with a bang”)