Jump to content

μουτρωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mu.tɾoˈme.nos/
  • Hyphenation: μου‧τρω‧μέ‧νος

Participle

[edit]

μουτρωμένος (moutroménosm (feminine μουτρωμένη, neuter μουτρωμένο)

  1. passive perfect participle of μουτρώνω (moutróno): sullen, sulky

Declension

[edit]
Declension of μουτρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μουτρωμένος (moutroménos) μουτρωμένη (moutroméni) μουτρωμένο (moutroméno) μουτρωμένοι (moutroménoi) μουτρωμένες (moutroménes) μουτρωμένα (moutroména)
genitive μουτρωμένου (moutroménou) μουτρωμένης (moutroménis) μουτρωμένου (moutroménou) μουτρωμένων (moutroménon) μουτρωμένων (moutroménon) μουτρωμένων (moutroménon)
accusative μουτρωμένο (moutroméno) μουτρωμένη (moutroméni) μουτρωμένο (moutroméno) μουτρωμένους (moutroménous) μουτρωμένες (moutroménes) μουτρωμένα (moutroména)
vocative μουτρωμένε (moutroméne) μουτρωμένη (moutroméni) μουτρωμένο (moutroméno) μουτρωμένοι (moutroménoi) μουτρωμένες (moutroménes) μουτρωμένα (moutroména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μουτρωμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μουτρωμένος, etc.)

References

[edit]