Jump to content

μουνότριχα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μουν- (moun-, cunt) +‎ -ό- (-ó-) +‎ τρίχα (trícha, hair)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /muˈnotɾixa/
  • Hyphenation: μου‧νό‧τρι‧χα

Noun

[edit]

μουνότριχα (mounótrichaf (plural μουνότριχες)

  1. (colloquial, vulgar) pube, netherhair, short and curly (single female pubic hair)

Declension

[edit]
Declension of μουνότριχα
singular plural
nominative μουνότριχα (mounótricha) μουνότριχες (mounótriches)
genitive μουνότριχας (mounótrichas) -
accusative μουνότριχα (mounótricha) μουνότριχες (mounótriches)
vocative μουνότριχα (mounótricha) μουνότριχες (mounótriches)