Jump to content

μουνοπαγίδα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μουν- (moun-, cunt) +‎ -ο- (-o-) +‎ παγίδα (pagída, trap).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /munopaˈʝiða/
  • Hyphenation: μου‧νο‧πα‧γί‧δα

Noun

[edit]

μουνοπαγίδα (mounopagídaf (plural μουνοπαγίδες)

  1. (colloquial, slang, vulgar) pussy magnet, (something that attracts or is hoped to attract women)
    Το νέο του αμάξι είναι σκέτη μουνοπαγίδα.
    To néo tou amáxi eínai skéti mounopagída.
    His new car is a real pussy magnet.

Declension

[edit]
Declension of μουνοπαγίδα
singular plural
nominative μουνοπαγίδα (mounopagída) μουνοπαγίδες (mounopagídes)
genitive μουνοπαγίδας (mounopagídas) μουνοπαγίδων (mounopagídon)
accusative μουνοπαγίδα (mounopagída) μουνοπαγίδες (mounopagídes)
vocative μουνοπαγίδα (mounopagída) μουνοπαγίδες (mounopagídes)

See also

[edit]