Jump to content

μοτοποδήλατο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μοτοποδήλατο (motopodílaton (plural μοτοποδήλατα)

  1. scooter, moped

Declension

[edit]
Declension of μοτοποδήλατο
singular plural
nominative μοτοποδήλατο (motopodílato) μοτοποδήλατα (motopodílata)
genitive μοτοποδηλάτου (motopodilátou)
μοτοποδήλατου (motopodílatou)
μοτοποδηλάτων (motopodiláton)
accusative μοτοποδήλατο (motopodílato) μοτοποδήλατα (motopodílata)
vocative μοτοποδήλατο (motopodílato) μοτοποδήλατα (motopodílata)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]