μονοπώλιο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μονοπώλιο • (monopólio) n (plural μονοπώλια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονοπώλιο (monopólio) | μονοπώλια (monopólia) |
genitive | μονοπωλίου (monopolíou) μονοπώλιου (monopóliou) |
μονοπωλίων (monopolíon) |
accusative | μονοπώλιο (monopólio) | μονοπώλια (monopólia) |
vocative | μονοπώλιο (monopólio) | μονοπώλια (monopólia) |
Further reading
[edit]- μονοπώλιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language