Jump to content

μονοκατοικία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μονο- (mono-) +‎ κατοικία (katoikía).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mo.no.ka.tiˈci.a/
  • Hyphenation: μο‧νο‧κα‧τοι‧κί‧α

Noun

[edit]

μονοκατοικία (monokatoikíaf (plural μονοκατοικίες)

  1. detached house

Declension

[edit]
Declension of μονοκατοικία
singular plural
nominative μονοκατοικία (monokatoikía) μονοκατοικίες (monokatoikíes)
genitive μονοκατοικίας (monokatoikías) μονοκατοικιών (monokatoikión)
accusative μονοκατοικία (monokatoikía) μονοκατοικίες (monokatoikíes)
vocative μονοκατοικία (monokatoikía) μονοκατοικίες (monokatoikíes)

Further reading

[edit]