μονοκατοικία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μονο- (mono-) + κατοικία (katoikía).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μονοκατοικία • (monokatoikía) f (plural μονοκατοικίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μονοκατοικία (monokatoikía) | μονοκατοικίες (monokatoikíes) |
genitive | μονοκατοικίας (monokatoikías) | μονοκατοικιών (monokatoikión) |
accusative | μονοκατοικία (monokatoikía) | μονοκατοικίες (monokatoikíes) |
vocative | μονοκατοικία (monokatoikía) | μονοκατοικίες (monokatoikíes) |
Further reading
[edit]- μονοκατοικία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language