Jump to content

μολυσματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from the μολυσματ- stem of μόλυσμα (mólysma) +‎ -ικός (-ikós), adapted to the meaning of μόλυνση (mólynsi, infection).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mo.li.zma.tiˈkos/
  • Hyphenation: μο‧λυ‧σμα‧τι‧κός

Adjective

[edit]

μολυσματικός (molysmatikósm (feminine μολυσματική, neuter μολυσματικό)

  1. infectious (caused by an agent that enters the host's body)
    Synonyms: λοιμώδης (loimódis), μεταδοτικός (metadotikós), κολλητικός (kollitikós)
    μολυσματική αρρώστιαmolysmatikí arróstiainfectious disease
  2. (rare) infectious (able to infect others; capable of transmitting pathogens)

Declension

[edit]
Declension of μολυσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μολυσματικός (molysmatikós) μολυσματική (molysmatikí) μολυσματικό (molysmatikó) μολυσματικοί (molysmatikoí) μολυσματικές (molysmatikés) μολυσματικά (molysmatiká)
genitive μολυσματικού (molysmatikoú) μολυσματικής (molysmatikís) μολυσματικού (molysmatikoú) μολυσματικών (molysmatikón) μολυσματικών (molysmatikón) μολυσματικών (molysmatikón)
accusative μολυσματικό (molysmatikó) μολυσματική (molysmatikí) μολυσματικό (molysmatikó) μολυσματικούς (molysmatikoús) μολυσματικές (molysmatikés) μολυσματικά (molysmatiká)
vocative μολυσματικέ (molysmatiké) μολυσματική (molysmatikí) μολυσματικό (molysmatikó) μολυσματικοί (molysmatikoí) μολυσματικές (molysmatikés) μολυσματικά (molysmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μολυσματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μολυσματικός, etc.)

[edit]

References

[edit]
  1. ^ μολυσματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language