μεταδοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]μεταδοτικός • (metadotikós) m (feminine μεταδοτική, neuter μεταδοτικό)
- (medicine) contagious, infectious, catching
- contagious, infectious
- O ενθουσιασμός είναι μεταδοτικός . (The enthusiasm is contagious.)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταδοτικός (metadotikós) | μεταδοτική (metadotikí) | μεταδοτικό (metadotikó) | μεταδοτικοί (metadotikoí) | μεταδοτικές (metadotikés) | μεταδοτικά (metadotiká) | |
genitive | μεταδοτικού (metadotikoú) | μεταδοτικής (metadotikís) | μεταδοτικού (metadotikoú) | μεταδοτικών (metadotikón) | μεταδοτικών (metadotikón) | μεταδοτικών (metadotikón) | |
accusative | μεταδοτικό (metadotikó) | μεταδοτική (metadotikí) | μεταδοτικό (metadotikó) | μεταδοτικούς (metadotikoús) | μεταδοτικές (metadotikés) | μεταδοτικά (metadotiká) | |
vocative | μεταδοτικέ (metadotiké) | μεταδοτική (metadotikí) | μεταδοτικό (metadotikó) | μεταδοτικοί (metadotikoí) | μεταδοτικές (metadotikés) | μεταδοτικά (metadotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταδοτικός, etc.)
Synonyms
[edit]- κολλητικός (kollitikós)
- λοιμώδης (loimódis)
Related terms
[edit]- μεταδοτικότητα f (metadotikótita, “contagiousness”)