Jump to content

μεταδοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεταδοτικός (metadotikósm (feminine μεταδοτική, neuter μεταδοτικό)

  1. (medicine) contagious, infectious, catching
  2. contagious, infectious
    O ενθουσιασμός είναι μεταδοτικός . (The enthusiasm is contagious.)

Declension

[edit]
Declension of μεταδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταδοτικός (metadotikós) μεταδοτική (metadotikí) μεταδοτικό (metadotikó) μεταδοτικοί (metadotikoí) μεταδοτικές (metadotikés) μεταδοτικά (metadotiká)
genitive μεταδοτικού (metadotikoú) μεταδοτικής (metadotikís) μεταδοτικού (metadotikoú) μεταδοτικών (metadotikón) μεταδοτικών (metadotikón) μεταδοτικών (metadotikón)
accusative μεταδοτικό (metadotikó) μεταδοτική (metadotikí) μεταδοτικό (metadotikó) μεταδοτικούς (metadotikoús) μεταδοτικές (metadotikés) μεταδοτικά (metadotiká)
vocative μεταδοτικέ (metadotiké) μεταδοτική (metadotikí) μεταδοτικό (metadotikó) μεταδοτικοί (metadotikoí) μεταδοτικές (metadotikés) μεταδοτικά (metadotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταδοτικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]