μεταδοτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μεταδοτικά • (metadotiká)
- nominative neuter plural of μεταδοτικός (metadotikós)
- accusative neuter plural of μεταδοτικός (metadotikós)
- vocative neuter plural of μεταδοτικός (metadotikós)
μεταδοτικά • (metadotiká)