Jump to content

μοζαμβικανός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μοζαμβικανός (mozamvikanósm (feminine μοζαμβικανή, neuter μοζαμβικανό)

  1. Mozambican (of or pertaining to Mozambique or its people)

Declension

[edit]
Declension of μοζαμβικανός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαροκινός (marokinós) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινοί (marokinoí) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
genitive μαροκινού (marokinoú) μαροκινής (marokinís) μαροκινού (marokinoú) μαροκινών (marokinón) μαροκινών (marokinón) μαροκινών (marokinón)
accusative μαροκινό (marokinó) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινούς (marokinoús) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
vocative μαροκινέ (marokiné) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινοί (marokinoí) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
[edit]