Jump to content

μαροκινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μαροκινός (marokinósm (feminine μαροκινή, neuter μαροκινό)

  1. Moroccan (of or pertaining to Morocco or its people)

Declension

[edit]
Declension of μαροκινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μαροκινός (marokinós) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινοί (marokinoí) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
genitive μαροκινού (marokinoú) μαροκινής (marokinís) μαροκινού (marokinoú) μαροκινών (marokinón) μαροκινών (marokinón) μαροκινών (marokinón)
accusative μαροκινό (marokinó) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινούς (marokinoús) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
vocative μαροκινέ (marokiné) μαροκινή (marokiní) μαροκινό (marokinó) μαροκινοί (marokinoí) μαροκινές (marokinés) μαροκινά (marokiná)
[edit]