μισαλλοδοξία
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μισαλλόδοξος (misallódoxos, “bigot”), derived from μισῶ (misô, “to hate”) + ἀλλόδοξος (allódoxos, “allodox”). In turn from ἄλλος (állos, “other”) + δόξα (dóxa, “belief”). First attested in 1826.[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μισαλλοδοξία • (misallodoxía) f (plural μισαλλοδοξίες)
- bigotry
- 1999, Konstantinos Tsatsos, Στις ρίζες της αμερικανικής δημοκρατίας [On the Roots of the American Democracy]:
- Ο αγώνας μεταξύ ελευθερίας και μισαλλοδοξίας άρχισε από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της Αμερικής.
- O agónas metaxý eleftherías kai misallodoxías árchise apó ta próta chrónia tis istorías tis Amerikís.
- The fight between liberty and bigotry began from the first years of the history of America.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μισαλλοδοξία (misallodoxía) | μισαλλοδοξίες (misallodoxíes) |
genitive | μισαλλοδοξίας (misallodoxías) | μισαλλοδοξιών (misallodoxión) |
accusative | μισαλλοδοξία (misallodoxía) | μισαλλοδοξίες (misallodoxíes) |
vocative | μισαλλοδοξία (misallodoxía) | μισαλλοδοξίες (misallodoxíes) |
References
[edit]- ^ Georgios Babiniotis, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, 2nd edition, p. 1108, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2002.