Jump to content

μικρογραμμάριο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μικρογραμμάριο (mikrogrammárion (plural μικρογραμμάρια)

  1. microgram

Declension

[edit]
Declension of μικρογραμμάριο
singular plural
nominative μικρογραμμάριο (mikrogrammário) μικρογραμμάρια (mikrogrammária)
genitive μικρογραμμαρίου (mikrogrammaríou)
μικρογραμμάριου (mikrogrammáriou)
μικρογραμμαρίων (mikrogrammaríon)
accusative μικρογραμμάριο (mikrogrammário) μικρογραμμάρια (mikrogrammária)
vocative μικρογραμμάριο (mikrogrammário) μικρογραμμάρια (mikrogrammária)

See also

[edit]