μικρογραμμάριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μικρογραμμάριο • (mikrogrammário) n (plural μικρογραμμάρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |
genitive | μικρογραμμαρίου (mikrogrammaríou) μικρογραμμάριου (mikrogrammáriou) |
μικρογραμμαρίων (mikrogrammaríon) |
accusative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |
vocative | μικρογραμμάριο (mikrogrammário) | μικρογραμμάρια (mikrogrammária) |
See also
[edit]- μικρό γράμμα n (mikró grámma, “lowercase letter”)