Jump to content

μικροβαρύτητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

μικρο- (mikro-, micro-) +‎ βαρύτητα (varýtita, gravity), calque of English microgravity.

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /mi.kro.vaˈri.ti.ta/
  • Hyphenation: μι‧κρο‧βα‧ρύ‧τη‧τα

Noun

[edit]

μικροβαρύτητα (mikrovarýtitaf (plural μικροβαρύτητες)

  1. (physics, neologism) microgravity

Declension

[edit]
Declension of μικροβαρύτητα
singular plural
nominative μικροβαρύτητα (mikrovarýtita) μικροβαρύτητες (mikrovarýtites)
genitive μικροβαρύτητας (mikrovarýtitas) μικροβαρυτήτων (mikrovarytíton)
accusative μικροβαρύτητα (mikrovarýtita) μικροβαρύτητες (mikrovarýtites)
vocative μικροβαρύτητα (mikrovarýtita) μικροβαρύτητες (mikrovarýtites)
[edit]

Further reading

[edit]