μεταχειρισμένος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μεταχειρισμένος • (metacheirisménos) m (feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταχειρισμένος (metacheirisménos) | μεταχειρισμένη (metacheirisméni) | μεταχειρισμένο (metacheirisméno) | μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) | μεταχειρισμένες (metacheirisménes) | μεταχειρισμένα (metacheirisména) | |
genitive | μεταχειρισμένου (metacheirisménou) | μεταχειρισμένης (metacheirisménis) | μεταχειρισμένου (metacheirisménou) | μεταχειρισμένων (metacheirisménon) | μεταχειρισμένων (metacheirisménon) | μεταχειρισμένων (metacheirisménon) | |
accusative | μεταχειρισμένο (metacheirisméno) | μεταχειρισμένη (metacheirisméni) | μεταχειρισμένο (metacheirisméno) | μεταχειρισμένους (metacheirisménous) | μεταχειρισμένες (metacheirisménes) | μεταχειρισμένα (metacheirisména) | |
vocative | μεταχειρισμένε (metacheirisméne) | μεταχειρισμένη (metacheirisméni) | μεταχειρισμένο (metacheirisméno) | μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) | μεταχειρισμένες (metacheirisménes) | μεταχειρισμένα (metacheirisména) |