Jump to content

μεταχειρισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

μεταχειρισμένος (metacheirisménosm (feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)

  1. used, second hand

Declension

[edit]
Declension of μεταχειρισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταχειρισμένος (metacheirisménos) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)
genitive μεταχειρισμένου (metacheirisménou) μεταχειρισμένης (metacheirisménis) μεταχειρισμένου (metacheirisménou) μεταχειρισμένων (metacheirisménon) μεταχειρισμένων (metacheirisménon) μεταχειρισμένων (metacheirisménon)
accusative μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένους (metacheirisménous) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)
vocative μεταχειρισμένε (metacheirisméne) μεταχειρισμένη (metacheirisméni) μεταχειρισμένο (metacheirisméno) μεταχειρισμένοι (metacheirisménoi) μεταχειρισμένες (metacheirisménes) μεταχειρισμένα (metacheirisména)