μεταχειρισμένη
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μεταχειρισμένη • (metacheirisméni)
- nominative feminine singular of μεταχειρισμένος (metacheirisménos)
- accusative feminine singular of μεταχειρισμένος (metacheirisménos)
- vocative feminine singular of μεταχειρισμένος (metacheirisménos)