μεταφύτευση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταφύτευση • (metafýtefsi) f (plural μεταφυτεύσεις)
Declension
[edit]Declension of μεταφύτευση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μεταφύτευση • | μεταφυτεύσεις • | |
genitive | μεταφύτευσης • | μεταφυτεύσεων • | |
accusative | μεταφύτευση • | μεταφυτεύσεις • | |
vocative | μεταφύτευση • | μεταφυτεύσεις • | |
Older or formal genitive singular: μεταφυτεύσεως • |
Related terms
[edit]- μεταφυτεύω (metafytévo, “to transplant”)
- and see: φυτεύω (fytévo, “to plant”)