μεταφράστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μεταφράστρια • (metafrástria) f (plural μεταφράστριες, masculine μεταφραστής)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταφράστρια (metafrástria) | μεταφράστριες (metafrástries) |
genitive | μεταφράστριας (metafrástrias) | μεταφραστριών (metafrastrión) |
accusative | μεταφράστρια (metafrástria) | μεταφράστριες (metafrástries) |
vocative | μεταφράστρια (metafrástria) | μεταφράστριες (metafrástries) |
Related terms
[edit]- see: μεταφράζω (metafrázo, “to translate”)
See also
[edit]- διερμηνέας m (dierminéas, “interpreter”)