Jump to content

μεταρρυθμίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεταρρυθμίστρια (metarrythmístriaf (plural μεταρρυθμίστριες, masculine μεταρρυθμιστής)

  1. reformer, reformist
  2. (religion) follower of the Reformation

Declension

[edit]
Declension of μεταρρυθμίστρια
singular plural
nominative μεταρρυθμίστρια (metarrythmístria) μεταρρυθμίστριες (metarrythmístries)
genitive μεταρρυθμίστριας (metarrythmístrias) -
accusative μεταρρυθμίστρια (metarrythmístria) μεταρρυθμίστριες (metarrythmístries)
vocative μεταρρυθμίστρια (metarrythmístria) μεταρρυθμίστριες (metarrythmístries)
[edit]