Jump to content

μεταλλουργία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεταλλουργία (metallourgíaf (plural μεταλλουργίες)

  1. (metallurgy) metallurgy

Declension

[edit]
singular plural
nominative μεταλλουργία (metallourgía) μεταλλουργίες (metallourgíes)
genitive μεταλλουργίας (metallourgías) μεταλλουργιών (metallourgión)
accusative μεταλλουργία (metallourgía) μεταλλουργίες (metallourgíes)
vocative μεταλλουργία (metallourgía) μεταλλουργίες (metallourgíes)
[edit]

See also

[edit]

Further reading

[edit]