Jump to content

μεταγλωττισμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /me.ta.ɣlo.tiˈzme.nos/
  • Hyphenation: με‧τα‧γλωτ‧τι‧σμέ‧νος

Participle

[edit]

μεταγλωττισμένος (metaglottisménosm (feminine μεταγλωττισμένη, neuter μεταγλωττισμένο)

  1. passive perfect participle of μεταγλωττίζω (metaglottízo): dubbed

Declension

[edit]
Declension of μεταγλωττισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταγλωττισμένος (metaglottisménos) μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) μεταγλωττισμένοι (metaglottisménoi) μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) μεταγλωττισμένα (metaglottisména)
genitive μεταγλωττισμένου (metaglottisménou) μεταγλωττισμένης (metaglottisménis) μεταγλωττισμένου (metaglottisménou) μεταγλωττισμένων (metaglottisménon) μεταγλωττισμένων (metaglottisménon) μεταγλωττισμένων (metaglottisménon)
accusative μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) μεταγλωττισμένους (metaglottisménous) μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) μεταγλωττισμένα (metaglottisména)
vocative μεταγλωττισμένε (metaglottisméne) μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) μεταγλωττισμένοι (metaglottisménoi) μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) μεταγλωττισμένα (metaglottisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταγλωττισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταγλωττισμένος, etc.)