μεσώροφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]μεσ- (mes-, “middle”) + -ώροφος (-órofos, “floor”), from όροφος (órofos).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]μεσώροφος • (mesórofos) m (plural μεσώροφοι)
- (architecture) synonym of ημιώροφος (imiórofos)
- Synonyms: μετζοπάτωμα (metzopátoma), μεσοπάτωμα (mesopátoma)
Declension
[edit]Declension of μεσώροφος
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | μεσώροφος • | μεσώροφοι • | |
genitive | μεσώροφου •, μεσωρόφου • | μεσώροφων •, μεσωρόφων • | |
accusative | μεσώροφο • | μεσώροφους •, μεσωρόφους • | |
vocative | μεσώροφε • | μεσώροφοι • | |
Second forms are formal. The second forms, more formal. |