Jump to content

μεσώροφους

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /meˈso.ɾo.fus/
  • Hyphenation: με‧σώ‧ρο‧φους

Noun

[edit]

μεσώροφους (mesórofousm

  1. accusative plural of μεσώροφος (mesórofos)
    more formal: μεσωρόφους (mesorófous)