Jump to content

μεσονύκτιο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεσονύκτιο (mesonýktion (plural μεσονύκτια)

  1. (literary) midnight

Declension

[edit]
Declension of μεσονύκτιο
singular plural
nominative μεσονύκτιο (mesonýktio) μεσονύκτια (mesonýktia)
genitive μεσονυκτίου (mesonyktíou)
μεσονύκτιου (mesonýktiou)
μεσονυκτίων (mesonyktíon)
accusative μεσονύκτιο (mesonýktio) μεσονύκτια (mesonýktia)
vocative μεσονύκτιο (mesonýktio) μεσονύκτια (mesonýktia)

Synonyms

[edit]
[edit]