Jump to content

μεσολαβήτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

μεσολαβήτρια (mesolavítriaf (plural μεσολαβήτριες, masculine μεσολαβητής)

  1. mediator (negotiator between parties seeking agreement)

Declension

[edit]
singular plural
nominative μεσολαβήτρια (mesolavítria) μεσολαβήτριες (mesolavítries)
genitive μεσολαβήτριας (mesolavítrias) μεσολαβητριών (mesolavitrión)
accusative μεσολαβήτρια (mesolavítria) μεσολαβήτριες (mesolavítries)
vocative μεσολαβήτρια (mesolavítria) μεσολαβήτριες (mesolavítries)