μεσολαβητής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]μεσολαβητής • (mesolavitís) m (plural μεσολαβητές, feminine μεσολαβήτρια)
- mediator (negotiator between parties seeking agreement)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσολαβητής (mesolavitís) | μεσολαβητές (mesolavités) |
genitive | μεσολαβητή (mesolavití) | μεσολαβητών (mesolavitón) |
accusative | μεσολαβητή (mesolavití) | μεσολαβητές (mesolavités) |
vocative | μεσολαβητή (mesolavití) | μεσολαβητές (mesolavités) |