Jump to content

μεσημεριανό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μεσημεριανός (mesimerianós).

Noun

[edit]

μεσημεριανό (mesimerianón (plural μεσημεριανά)

  1. lunch
    Synonym: γεύμα (gévma)

Declension

[edit]
Declension of μεσημεριανό
singular plural
nominative μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανά (mesimerianá)
genitive μεσημεριανού (mesimerianoú) μεσημεριανών (mesimerianón)
accusative μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανά (mesimerianá)
vocative μεσημεριανό (mesimerianó) μεσημεριανά (mesimerianá)
[edit]

Adjective

[edit]

μεσημεριανό (mesimerianó)

  1. accusative masculine singular of μεσημεριανός (mesimerianós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of μεσημεριανός (mesimerianós)