μεσημέρι
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From μέση (mési) + ημέρα (iméra).
Noun
[edit]μεσημέρι • (mesiméri) n (plural μεσημέρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεσημέρι (mesiméri) | μεσημέρια (mesiméria) |
genitive | μεσημεριού (mesimerioú) | μεσημεριών (mesimerión) |
accusative | μεσημέρι (mesiméri) | μεσημέρια (mesiméria) |
vocative | μεσημέρι (mesiméri) | μεσημέρια (mesiméria) |
Related terms
[edit]- απομεσήμερο n (apomesímero, “afternoon”)
- ημέρα f (iméra, “day”)
- μεσημεριανό n (mesimerianó, “lunch, lunchtime”)
Further reading
[edit]- μεσημέρι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el