Jump to content

μεσημβρινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From μεσημέρι (mesiméri, midday).

Adjective

[edit]

μεσημβρινός (mesimvrinósm (feminine μεσημβρινή, neuter μεσημβρινό)

  1. midday, related to noon
  2. facing the south, southern
  3. meridian

Declension

[edit]
Declension of μεσημβρινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεσημβρινός (mesimvrinós) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινοί (mesimvrinoí) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)
genitive μεσημβρινού (mesimvrinoú) μεσημβρινής (mesimvrinís) μεσημβρινού (mesimvrinoú) μεσημβρινών (mesimvrinón) μεσημβρινών (mesimvrinón) μεσημβρινών (mesimvrinón)
accusative μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινούς (mesimvrinoús) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)
vocative μεσημβρινέ (mesimvriné) μεσημβρινή (mesimvriní) μεσημβρινό (mesimvrinó) μεσημβρινοί (mesimvrinoí) μεσημβρινές (mesimvrinés) μεσημβρινά (mesimvriná)

Synonyms

[edit]

Noun

[edit]

μεσημβρινός (mesimvrinósm (plural μεσημβρινοί)

  1. meridian